- ἐνοικήτωρ
- ἐν-οικήτωρ, ορος, ὁ, der Einwohner
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ἐνοικήτορες — ἐνοικήτωρ inhabitant masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εννοικάτορας — ἐν(ν)οικάτορας και νοικάτορας, ο (Μ) [ενοικήτωρ > ενοικάτωρ] 1. αυτός που κατοικεί κοντά σε κάποιον 2. ενοικιαστής … Dictionary of Greek
ενοικάτορας — και νοικάτορας, ο (Μ ἐν(ν)οικάτορας και νοικάτορας) 1. αυτός που κατοικεί κοντά σε κάποιον 2. ενοικιαστής. [ΕΤΥΜΟΛ. Από το ουσ. ενοικήτωρ «κάτοικος» < εν + οικήτωρ] … Dictionary of Greek